Ερωτόκριτος - Γιώργης και Νίκος Στρατάκης - Σταυρός του Νότου 08/11/19

Описание к видео Ερωτόκριτος - Γιώργης και Νίκος Στρατάκης - Σταυρός του Νότου 08/11/19

  / mat99lives  
Από την ξεσηκωτική τους εμφάνιση στο Σταυρό του Νότου στις 08/11/2019!

Ερωτόκριτος
Παραδοσιακό - Διασκευή
Στίχοι: Βιτσέντζος Κορνάρος

Kι όντε η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,

ήπαιρνε το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
κι εκτύπα το γλυκά-γλυκά ανάδια στο Παλάτι.

Ήτον η πένα ζάχαρη, φωνή είχε σαν αηδόνι
όποια καρδιά, τονε γροικά, κλαίει κι αναδακρυώνει.

Εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζαν
το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζαν

Kαι την αυγή, πρι' άλλος τσι δει, στο σπίτι εγιαγέρναν.
Kι ο Pήγας με τη Pήγισσαν πολλή χαράν επαίρναν,

να του γρικού' να τραγουδεί, κ' έτσα γλυκά να λέγει
του Έρωτα τσι πονηριές, και πράξες του να ψέγει.

M' απ' όλους τσ' άλλους πιο πολύ εγροίκα η Aρετούσα,
και τα τραγούδια ξυπνητή συχνά την εκρατούσα'

Όποιο τραγούδι τσ' ήρεσε έπιανε κι έγραφέ το
το 'λεγε το ξανάλεγε ξε στιχου εμάθαινέ το

O Pήγας, μια από τσι πολλές, εθέλησε να μάθει
ποιος είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη

Τόσο γλυκά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,
κ' εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.

Kαι μιάν ημέρα κάλεση ήκαμε στο Παλάτι,
ξεφάντωση από το ταχύ ως το βραδύ-ν εκράτει.

Kι ελόγιασε, με τους πολλούς που' τονε καλεσμένοι,
πως θα' ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,

Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.
K' η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει.

H Aρετούσα εκάθουντο' στο πλάγι του Kυρού τση,
κι όσον εγροίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση

της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
κι ωσάν αυτόν να τραγουδεί μα ουδέ και του σιμώνει.

O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά τον πιάνει,
ίντά' ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.

Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ' επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.

Λέγει τως "Πιάστε τ' άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό τόπο, και φυλαχτείτε.

Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο."

Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ' οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστή ήστεκεν κι ανιμένει.

Aρχίζει πάλι το σκοπό το γλυκοζαχαρένιο,
κ' εκτύπα το λαγούτο του, ως το'χε μαθημένο.

H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και τα μεσάνυκτα περνούν, το φως τσ' αυγής σιμώνει.

Tότε από τα χαλάσματα βγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ' είδεν ο Pωτόκριτος σκολάζει και σωπαίνει

και το λαγούτο του σκορπά εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

Kαι λέγει και του Φίλου του "Aπόψε κάνει χρεία,
να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.

H όρεξή σου α' σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσουν
απόψε κάμε το πρεπό κ' εσύ με το σπαθί σου.

Kι εγώ κάλλιά 'χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
και πρι' μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.

Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως

να συνοδέψουν όλοι τως, κ' έτσι συντροφιασμένοι
να πάνε εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.

Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,
και γνωστικά ως κάτεχε κ' είδεν την όρεξή τως.

Λέγει τως "Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
να πάμε απόψε στου Pηγός, σ' τση νύκτας το σκοτίδι.

K' οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
όχι με κτύπους και φωνές να θέ' να τους ξυπνούσι.

Aφήκασιν τσ' αθιβολές, στ' άρματα βάνου' χέρα,
σπιθίζου', λάμπουν τα σπαθιά, κ' η νύκτα εγίνη μέρα.

Σ' αυτά τ' ανακατώματα, δυο πέσαν κι αποθάναν,
κ' οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ' εχάναν.

Kαι πάλι τούτοι οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.

Kι αφού οι δέκα εχάσασιν κ' εκαταντροπιαστήκαν
κ' επήρεν ο-για λόγου τως κουρφόν καημόν και προίκα,

τριάντα πέμπει πάσα αργά, και τάσσει τως και δώρα,
λέγει τως να γυρίσουσιν οληνυκτίς τη Xώρα,

να βρου' να τον-ε πιάσουσιν, κι απομονή δεν έχει,
και δίχως άλλο εβάλθηκεν ποιος είναι να κατέχει.

Mα ο Pώκριτος, σα φρόνιμος, δεν πιάνεται στο δίχτυ,
και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρίχτει.

Kαι απονωρίς στην κλίνην του ήθετεν κ' εκοιμούντο
κι οληνυκτίς στα βάσανα του Πόθου ετυραννούντο

Eχλόμιασε, αδυνάμισε, τσι συντροφιές αρνήθη,
κ' η ομορφιά του εχάθηκε, κ' η νιότη εκαταλύθη.

Комментарии

Информация по комментариям в разработке