Του νεκρού αδελφού - Μελί Ερυθραίας

Описание к видео Του νεκρού αδελφού - Μελί Ερυθραίας

Το τραγούδι του Νεκρού αδελφού, γνωστό και σαν "της Αρετής το τραγούδι", μαζί με το "Γεφύρι της Άρτας" είναι τα πιο αγαπητά, τα πιο βαλκανικά, σωστότερα παν-βαλκανικά, αφηγηματικά δραματικά τραγούδια. Ένας μεγεθυντικός καθρέφτης του κοινού πολιτισμού λαών που τόσες διαφορές τους χωρίζουν. Πολλές επιστημονικές συζητήσεις έχουν γίνει σχετικά με την αρχική του κοιτίδα αλλά και για τα πολυσήμαντα μυθολογικά στοιχεία και τις ιδέες που περιέχει, τη δύναμη του όρκου, του θρήνου και της κατάρας, την επιστροφή του νεκρού, τα πουλιά που μιλούν, και κυρίως τις αντιλήψεις για τον ξενιτεμό και τη ζωή στα άγνωστα ξένα, έννοια που συγχέεται με το θάνατο. Όλα είναι θέματα που αντανακλούν την κοινή μοίρα των λαών που το αγάπησαν και το τραγούδησαν. Γνωστός και σε μορφή παραμυθιού, ο μύθος του τραγουδιού έχει εμπνεύσει πολλούς έλληνες, βαλκάνιους και ευρωπαίους λογοτέχνες, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι αποτελεί κορυφαίο επίτευγμα της λαϊκής ποιητικής δημιουργίας. Μιράντα Τερζοπούλου (2008)

Τη συγκεκριμένη παραλλαγή από το Μελί της Ερυθραίας κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου από ομάδα γυναικών το 1982 στο Ν. Μελί Μεγάρων και το συμπεριέλαβε στο δίσκο "Παραλογές".

Μάνα με τους, μάνα με τους εννιά σου γιους,
άιντες πουλί μου χάιντες, τη μια σου θυγατέρα
την ήλουτζες, κι αμάν αμάν, την ήλουτζες στα σκοτεινά,
την ήλουτζες, την ήλουτζες στα σκοτεινά,
άιντες πουλί μου χάιντες, τη χτένιζες στα φέγγια
τήνε συχνο- κι αμάν αμάν, τήνε συχνοκολάκευγες

τήνε συχνοκολάκευες όξω στα φεγγαράκια,
στ’ άστρι και στον αυγερινό ήπλεκες τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρτανε απέ τη Βαβυλώνα
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Κι όλα τ’ αδέρφια δεν ηθέν1 κι ο Κωσταντίνος ήθε.
– Μάνα να την παντρέψουμε την Αρετή στα ξένα
να ’χω κι εγώ αποκούμπηση στα ξένα που γυρίτζω.
– Φρένιμος2 είσαι Κωσταντή μ’ άσχημα λόγια λέγεις.
Κι αν μού ’ρθει θλίψη ή χαρά ποιος θα μου τήνε φέρει;
– Αν σού ’ρθει θλίψη ή χαρά εγώ θα στήνε φέρω.
Ήρτε ο χρόνος δίσεκτος κι οι μήνες οργκισμένοι
κι ήπεσε το θανατικό κι οι εννιά ’δερφοί πεθάναν.
Επόθανε κι ο Κωσταντής όπου το τάμα είχε.
Κι ήμεινε η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα ’κλαιγε σ’ όλα μοιρολογιούνταν.
Στου Κωσταντίνου το μνημνιό ενέσπαν’ τα μαλλιά της.
– Δε μου ’ λεγες βρε Κωσταντή πως ήθε ν’ αποθάνεις,
μόν’ μου ’ λεγες την Αρετή πως ήθε να μου φέρεις.
Ανάθεμά σε Κωσταντή και τρις ανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριξες την Αρετή στα ξένα.
Αφ’ την κατάρα την πολλή κι αφ’ το πολύ το κλάμα
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντίνος ήβγκε.
– Άφησ’ με, Χάρε, άφησ’ με τρεις μέρες και τρεις νύχτες
να κάμω και της μάνας μου το τάμα που της είχα.
– Και ποιον αφήνεις εγγυητή να πας και να γυρίσεις;
– Την Παναγιά και το Χριστό τους Άγιους Αναργκύρους.
Κάμνει το μνήμα άλογο, την πλάκα συλλιβάρι,3
το μαύρο καβαλίκεψε στην Αρετή να πάει.
Απέ καρσί τη γνάντεψε εις το χορό κι εβάστα.
– Για έλα ’δώ βρε Αρετή κι η μάνα μας σε θέλει.
– Αλίμον’ αδερφάκι μου και τι ’ναι που με θέλει;
Αν είναι θλίψη να θλιφτώ κι αν είν’ χαρά ν’ αλλάξω.
– Καλό, κακό, βρε Αρετή, έλα μ’ αυτά που είσαι.
Το μαύρο του εγονάτισε κι απάνω την επήρε.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στο δρόμο που δγκιαβαίναν
ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
– Για δες κορίτσι όμορφο που σέρνει αποθαμένος.
– Γι’ άκου, γι’ άκου Κωσταντή τι λένε τα πουλάκια.
– Πουλάκια είν’ και κελαηδούν πουλάκια είν’ κι ας λένε.
– Μου φαίνεται βρε Κωσταντή πως λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές προχτές επήγαμε κάτω στον Αϊ-Γιάννη
και θύμιασέ με ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
– Θεέ μεγαλοδύναμε μεγάλο κρίμα κάμνεις
την Αρετή την όμορφη να σέρν’ αποθαμένος.
Ότι που κοντοκόντεψαν εις τους Αγιούς Μαρτύρους.
– Άμ’ αδερφή στο σπίτι μας να μπω να προσκυνήσω.
– Έλα να πάμε Κωσταντή κι απέ για γύρνα πίσω.
– Άμ’ Αρετή στο σπίτι μας και γω ’μ’ αποθαμένος.
Παίρνει και πα στο σπίτι ντους με μια καρδγκιά καμένη,
γλέπει την πόρτα σφαλιχτή και τα κλειδγκιά παρμένα,
και τα παραθυρόφυλλα που ’ταν αραχνιασμένα.
– Άνοιξε μάνα μ’, άνοιξε κι η Αρετή σου είμαι.
– Άμε Χάρε εις το καλό κι εγώ Αρετή δεν έχω.
Μνιαν Αρετή που ’χα Αρετή, άμε και γύρευγκέ την.
– Να και το δαχτυλίδι μου τ’ αρραβωνιαστικού μου,
οπού μ’ αρραβωνιάσανε και τα εννιά μ’ αδέρφια.
Στην πόρτα αγκαλιαστήκανε, αντάμα ξεψυχήσαν.

1ηθέν: ήθελαν
2φρένιμος: λογικός
3συλλιβάρι: καπίστρι

Οι στίχοι συμπληρώθηκαν από το Μ. Γ. Βαγιανός, Μελί Καραπούρνων-Ερυθραίας Μικράς Ασίας, Μελί Μεγάρων 1981, σ. 64-65.

Комментарии

Информация по комментариям в разработке