Αδέλφια μου αλήτες πουλιά (1971) Ανέστης Βλάχος - Τόλης Βοσκόπουλος - Λ. Διανέλλος - Δ. Σιτζάνη

Описание к видео Αδέλφια μου αλήτες πουλιά (1971) Ανέστης Βλάχος - Τόλης Βοσκόπουλος - Λ. Διανέλλος - Δ. Σιτζάνη

Σ' έναν καταυλισμό τσιγγάνων, επικρατεί πένθος για τον χαμό του αρχηγού της φυλής, του Ζίγκο (Κώστας Μπαλαδήμας). Στη συνέχεια γιορτάζουν την ανάδειξη του νέου αρχηγού, ο οποίος σύμφωνα με τα έθιμά τους, δεν είναι άλλος απ' τον Βαντάρ (Τόλης Βοσκόπουλος), γιο του εκλιπόντος. Μια τυχαία συνάντηση του Βαντάρ με την όμορφη τσιγγάνα Μάιρα (Δώρα Σιτζάνη), πυροδοτεί την απαρχή ενός φλογερού έρωτα. Ένας άλλος όμως τσιγγάνος, ο Καρατζάι (Ανέστης Βλάχος), θέλει κι αυτός τη Μάιρα. Τη διεκδικεί με πάθος και καταφέρνει να την αποκτήσει. Ο Βαντάρ, απογοητευμένος και πικραμένος, καταφεύγει για παρηγοριά στην αγκαλιά μιας λευκής και πλούσιας κυρίας, της Μαργαρίτας (Τόνια Καζιάνη), αλλά δυσκολεύεται να ζήσει μαζί της. Ωστόσο, ο αδέκαστος νόμος των τσιγγάνων, είναι ο θάνατος. Εκεί οδηγούνται διαδοχικά, τόσο η Μάιρα όσο και ο Καρατζάι.

Το «Αδέλφια μου, Αλήτες, Πουλιά» είναι μια ταινία πολύ ιδιαίτερη στην ελληνική φιλμογραφία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εν πολλοίς μοναδική.

Έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα: Δε διαδραματίζεται στην Ελλάδα, ούτε οι ήρωες έχουν τα κλασσικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων της εποχής. Ο τόπος και ο χρόνος της ιστορίας μας δεν προσδιορίζονται επακριβώς, έχοντας μια χροιά «παραμυθιού». Όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές ανήκουν σε μια φυλή Τσιγγάνων, τα «Παιδιά του Ήλιου», που ζουν περιπλανώμενοι στις πεδιάδες και στους λόφους μιας περιοχής που μοιάζει με την Κεντρική Ευρώπη ή τα Βαλκάνια, μεταξύ 1000-1700 μ.Χ., αλλά δε δηλώνεται ευθαρσώς. Ακριβώς γιατί ο τόπος κι ο χρόνος δεν έχουν καμιά σημασία στην ιστορία μας, ούτε στα μηνύματα που το έργο θέλει να αποκομίσουμε ως θεατές.

Πέρα από την υψηλή ποιότητα παραγωγής, τα κοστούμια, τα γυρίσματα αποκλειστικά σε εξωτερικούς χώρους, το μακιγιάζ (σήμερα ίσως το χαρακτηρίζαμε καταδικαστικά «blackface») τις άμαξες και τα άλογα, τη διαχρονική μουσική, τις ερμηνείες του Τόλη Βοσκόπουλου, της Τόνιας Καζιάνη, της Δώρας Σιντζάνη και του εκπληκτικού Ανέστη Βλάχου, νοηματικά η ταινία είναι μια σύνοψη της ζωής και της ανθρώπινης κατάστασης: Τα «Παιδιά του Ήλιου» είμαστε όλοι οι άνθρωποι που ζούμε κάτω από τον Ήλιο και το αέναο ταξίδι τους είναι η ζωή μας, το δικό μας ταξίδι, με τις καλές και τις κακές στιγμές του, με τη χαρά και τον πόνο, με την ξεγνοιασιά και τις ευθύνες, με τις επιλογές και τις συνέπειές τους.

«Είμαστε καταδικασμένοι να περπατάμε. Περπατάω σημαίνει είμαι λεύτερος. Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε λεύτεροι. Λεύτεροι να υποφέρουμε, λεύτεροι να τραγουδάμε», λέει ο πατέρας Ζίγκο τη νύχτα πριν πεθάνει στο γιο του Βαντάρ, κάπου στην αρχή της ταινίας, εγκλωβίζοντας στα λόγια αυτά όλη την ουσία της ιστορίας κι όλο το συμβολικό και φιλοσοφικό της υπόβαθρο. Η απόλυτη ελευθερία των «Παιδιών του Ήλιου» είναι παράλληλα και η κατάρα τους. Είναι τελείως ελεύθερα να αποφασίσουν για τη ζωή τους, να κάνουν τις επιλογές τους, όμως πρέπει να ζήσουν με τις συνέπειες των πράξεών τους, θετικές ή αρνητικές. Κανείς δεν μπορεί να τους εγγυηθεί την ευτυχία ή την επιτυχία, πρέπει να αγωνίζονται συνεχώς ενάντια στα στοιχεία της φύσης, στις προκαταλήψεις των ανθρώπων και στα δικά τους πάθη. Τίποτα δεν είναι σίγουρο και οριστικό, μόνο το συνεχές ταξίδι τους, που συμβολίζει το διαρκές ταξίδι της ζωής μας. Εξάλλου στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ο αφηγητής δηλώνει καθαρά πως είναι μια μόνο από τις πολλές ιστορίες που μπορούν να ειπωθούν για τη συγκεκριμένη φυλή, για τις περιπέτειες και τις περιπλανήσεις τους.

Το αχρονικό και ατοπικό στοιχείο της ταινίας υπάρχει ακριβώς για να κατανοήσουμε το πανανθρώπινο μήνυμά της, πέρα από εποχές, περιοχές, πέρα από χρώμα, θρησκεία και κάθε άλλη διαφοροποίηση. Ο Βαντάρ, ο Καρατζάι, η Μάιρα, ο Ζίγκο, ο γερό-Ζαβούρ και τα άλλα μέλη της φυλής είμαστε όλοι μας που ζούμε κάτω από τον Ήλιο, πάνω στη γη. Περιπλανιόμαστε, αγαπάμε, γλεντάμε, πονάμε, κερδίζουμε και χάνουμε, ζούμε τα πάθη μας, τα καλά και τα κακά στοιχεία του χαρακτήρα μας, διαμορφωνόμαστε μέσα από τις εμπειρίες μας και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν την προηγούμενη ημέρα. Όπως και στον Παλαμά, ο «Τσιγγάνος» της ταινίας είναι το πανίσχυρο σύμβολο της ελεύθερης ψυχής, που οδηγεί μπροστά τον Άνθρωπο προς το πεπρωμένο του, υπερπηδά όλα τα εμπόδια και δημιουργεί συνεχώς την επόμενη ημέρα με τον κόπο του και την αξία του, χωρίς να κοιτά πίσω προς το παρελθόν, μόνο προς τα διδάγματα που αποκόμισε.

Σενάριο: Ηλία Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Κωστελέτος

Hθοποιοί:
Aνέστης Βλάχος
Τόλης Βοσκόπουλος
Λαυρέντης Διανέλλος
Δώρα Σιτζάνη
Τόνια Καζιάνη
Βάσος Ανδρονίδης
Γιώργος Νέζος
Στάθης Χατζηπαυλής
Φρόσω Κόκκολα
Κώστας Μπαλαδήμας
Χριστόφορος Ζήκας
Χρήστος Νάτσιος
Γιώργος Οικονόμου
Λάκης Γκέκας
Λάζος Τερζάς

Αρκετά τα τραγούδια επί της ταινίας, σε στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου, με αιχμή το ομώνυμο με τη φωνή του Τόλη Βοσκόπουλου. Ο ίδιος είναι ερμηνευτής και στα: «Σεργιάνι Βγήκε ο Χάροντας», «Στάλα τη Στάλα», «Πέτρα Βαριά το Βλέμμα σου», «Πίκρα, Τσιγγάνα για Χατίρι σου», «Κόκκινο Φαρί» και «Όμπρε Γεια».

Με 312.172 εισιτήρια, ήρθε στην 8η θέση ανάμεσα σε 90 ταινίες εκείνης της σεζόν.

Комментарии

Информация по комментариям в разработке